-
1 εἴκοσι
-
2 ἐκτελέω
1 complete “ εἴκοσι δ' ἐκτελέσαις ἐνιαυτοὺς” P. 4.104 τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον ἐκτελέσαις εἷλε Μήδειαν (v. l. ἐκτελευτήσας. sc. Πηλεύς) fr. 172. 6. -
3 ἐνιαυτός
1 year “ εἴκοσι δ' ἐκτελέσαις ἐνιαυτοὺς” P. 4.104τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι P. 10.63
ἔρχεται δ' ἐνιαυτῷ ὑπερτάταν[ Pae. 15.9
pro pers.,ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Θεμίγονοι Pae. 1.5
-
4 ἐκ-τελέω
ἐκ-τελέω (s. τελέω), ganz vollenden, vollbringen; ἔργον, φᾶρος, ὁδόν, Od. 3, 275. 19, 143. 10, 41; Soph. Tr. 1177 u. Folgde; τὴν σκέψιν Plat. Rep. IV, 434 b; von der Zeit, εἴκοσι ἐκτελέσαις ἐνιαυτούς Pind. I. 4, 104, wie im pass. ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῠντο Od. 11, 294; 14, 293; βίον εὐσεβῶν, fromm hinbringen, D. Sic. 1, 49. – Ins Werk setzen, ausführen; ἀπειλάς Il. 9, 245; ὑπόσχεσιν 2, 286; νοἠματα 10, 105; ὧδε γὰρ ἐκτελέεσϑαι οΐομαι 12, 217; Διὸς νόος ἐξετελεῖτο Hes. Th. 1002; τἀντεταλμένα Eur. Phoen. 691; ἐπιϑυμίαν Her. 1, 32; τα νόμιμα Xen. Lac. 10, 7; Sp.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий